Η Νύχτα και ο Έρεβος μεγάλωσαν κι άλλο την οικογένειά τους. Όταν γεννήθηκε η Ημέρα και προτού γεννηθεί ο Ύπνος, το κατασκότεινο ζευγάρι απέκτησε ένα ακόμη αγόρι, που κανείς τους δεν ήξερε σε ποιον είχε μοιάσει εκείνο το παιδί! Τον Χάροντα, έτσι το έλεγαν, τα αδέλφια του, η Ημέρα και ο Αιθέρας, δεν ήθελαν ούτε να τον βλέπουν! Σκελετωμένος και αποκρουστικός όπως ήταν, μόνο ο Άδης μπορούσε να τον κάνει παρέα! Έτσι, ο Χάροντας αποχαιρέτησε τους γονείς του και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να υπηρετήσει τον θεό Άδη. Η Νύχτα στενοχωρήθηκε που έπρεπε να τον αποχωριστεί, όμως ο ερχομός του Ύπνου και κάποιων άλλων παιδιών της, από τα πολλά που απέκτησε μετά τον Ύπνο, την έκαναν χαρούμενη και αισιόδοξη.
Ο Θάνατος ήταν δίδυμος αδελφός του Ύπνου. Μάλιστα, έτσι είναι! Όμως, αντίθετα από τον γλυκό και ήσυχο Ύπνο, ήταν σκληρός και άσπλαχνος. Θνητός κανένας δεν γλίτωνε απ’ αυτόν. Μέχρι και η μητέρα του τον φοβόταν και τον απέφευγε. Το ίδιο και τις αδελφές του τις Κήρες,την Κήρα και τις αχώριστες Μοίρες. Η ζωή του ανθρώπου ήταν παιχνίδι για αυτές τις αδίστακτες κόρες της Νύχτας. Καθένας είχε την Κήρα του ή την Μοίρα του, καθώς έλεγαν, που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ, από τη στιγμή της γέννησής του ως το θάνατό του.
Η πρώτη Μοίρα ήταν η Κλωθώ. Κρατούσε ένα αδράχτι και τύλιγε σ’ αυτό το νήμα της ζωής του ανθρώπου. Η δεύτερη Μοίρα ήταν η Λάχεσις, που μετρούσε με τη ράβδο της το νήμα της ζωής, ενώ η αδελφή της Άτροπος το έκοβε με το ψαλίδι της, αφού συμβουλευόταν πρώτα τον άλλο αδελφό τους, τον Μόρο, που σήμερα τον λέμε Πεπρωμένο.
Η Έριδα ήταν γνωστή καβγατζού σε όλο το σύμπαν.
Μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα και το κακό, η πολύτεκνη Νύχτα γέννησε την Αίγλη, την Εσπέρια και την Ερύθεια, δηλαδή τις τρεις Εσπερίδες που φρόντιζαν τα χρυσά μήλα στο δέντρο της ζωής. Κάποια μέρα χωρίς να το αντιληφθούν, η αδερφή τους Έριδα, γνωστή καβγατζού σε όλο το σύμπαν, μπήκε κρυφά στον κήπο τους, έκλεψε ένα χρυσό μήλο κι αφού έγραψε επάνω του “Στην ομορφότερη”, πήγε και το έριξε ανάμεσα στην Ήρα, την Αθηνά και την Αφροδίτη, που ήταν καλεσμένες στο γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας. Έτσι, εξαιτίας της Έριδας, ο γάμος από μεγάλη γιορτή κατέληξε… στον Τρωικό πόλεμο!
Όπου υπήρχε μίσος και διχόνοια η Έριδα ήταν πάντα παρούσα και τα τρομερά παιδιά της σκόρπιζαν παντού συμφορά και λύπη. Οι Φόνοι, οι Μάχες καιοι Ανδροκτασίες, που σήμερα τις λέμε ανθρωποκτονίες, γεννήθηκαν από την Έριδα για να εξαφανίζουν τους ανθρώπους με βίαιο τρόπο. Η αδελφή τους Άτη προκαλούσε θεομηνίες και καταστροφές, ενώ οι Υσμίνες, οι Αμφιλογίες, οι Ψευδολογίες και τα Νείκεα φούντωναν τους τσακωμούς ακόμη και ανάμεσα στους θεούς. Ο Λιμός μαζί με τον αφόρητο Πόνο έστελναν πείνα κι επιδημίες που βασάνιζαν τους ανθρώπους. Η δακρύβρεχτη Άλγη τους βύθιζε στη λύπη και η αδελφή της Δυσνομία έφερνε ταραχές και αναρχία. Στ’ όνομα του Όρκου, που ήταν το πιο σκληρό παιδί της Έριδας, ορκίζονταν θεοί και άνθρωποι όρκο απαράβατο που κανείς δεν τολμούσε να πατήσει.
Η δακρύβρεχτη Άλγη τους βύθιζε στη λύπη.
Από τα παιδιά της Νύχτας, ξεχώριζε η Νέμεση. Μοίραζε στον καθένα ό,τι του ανήκε, απένεμε δικαιοσύνη και προκαλούσε την εκδίκηση των θεών. Όταν η Ύβρις, η αδελφή της Νέμεσης, επισκεπτόταν τους ανθρώπους και τους έκανε να συμπεριφέρονται με αναίδεια, τότε εμφανιζόταν η Νέμεση και τους έβαζε στη θέση τους. Για το λόγο αυτό η Νέμεση και η Ύβρις ήταν πάντα τσακωμένες! Τα ίδια βέβαια τράβαγε η Νέμεση και με την άλλη αδελφή της, την Απάτη. Ήταν μεγάλη δολοπλόκος η Απάτη, κυρίευε τους ανθρώπους και τους οδηγούσε να κάνουν συνεχώς απατεωνιές.
Η Ύβρις τα πήγαινε μια χαρά με την Απάτη. Ακόμη όμως καλύτερα τα πήγαινε με τον αδερφό της, τον Μώμο. O Μώμος περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του να γκρινιάζει στους θεούς. Γκρίνιαζε με την Αφροδίτη γιατί τα σανδάλια της τρίζανε, γκρίνιαζε με τον Δία γιατί έβαλε τα κέρατα του ταύρου στο κεφάλι και όχι στους ώμους του ζώου. Γκρίνια από δω, γκρίνια από κει, αγανάκτησε ο Δίας και τον έδιωξε μια και καλή από τον Όλυμπο. Έτσι ο Μώμος κατέληξε στη γη κι από τότε άρχισε να τριγυρνάει ανάμεσα στους ανθρώπους μαθαίνοντάς τους, τι άλλο; τη γκρίνια!
Η Οιζύς ζούσε μέσα στην αθλιότητα και τη μιζέρια.
Γκρίνια από τον Μώμο, απληστία από τον Κόρο, τον ανιψιό του, διδάχτηκαν οι άνθρωποι. Τίποτα δεν ήταν αρκετό για τον Κόρο. Όλο “θέλω, θέλω, θέλω” έλεγε και ποτέ δεν σταματούσε να ζητάει. “ Έλεος!” του φώναζε η θεία του που την έλεγαν Έλεος.
– Μην είσαι αχόρταγος! Κοίταξε όλους εμάς στην οικογένεια πόσο ευγενικοί είμαστε. Δεν βλέπεις τη θεία σου την Φιλότη, πόσο όμορφη και καλή είναι; Πώς να μην έχει τόσους φίλους, ενώ εσύ…, τον μάλωνε συνεχώς.
Και πράγματι, η Φιλότης ήταν σωστή κούκλα. Αγαπητή σε όλους. Όπου κι αν πήγαινε έκανε μόνο φίλους. Περίεργο για παιδί της Νύχτας, υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις! Η Φιλότης προσπαθούσε διαρκώς να μάθει και την αδερφή της την Οιζύς να συμπεριφέρεται το ίδιο όμορφα μ’ εκείνη. Όμως, μάταια. Η Οιζύς είχε γεννηθεί να ζει μέσα στην αθλιότητα και τη μιζέρια. Ήταν κι αυτή μοναχική και σκιερή όπως η μητέρα της, η Νύχτα, που όταν έβγαινε από το θεοσκότεινο παλάτι της σκέπαζε τα πάντα με το βελούδινο πέπλο της κι έκανε μικρούς και μεγάλους να φοβούνται το σκοτάδι της!
Φαντάζεσαι πώς θα ήταν η ζωή χωρίς αυτά τα παιδιά της Νύχτας;