Κάποτε, πάρα πολύ παλιά, προτού δημιουργηθεί ο κόσμος μας, ζούσε στο σύμπαν ένα απερίγραπτα παράξενο και θεοσκότεινο πλάσμα, που το έλεγαν Χάος. Χωρίς αρχή και τέλος, το τεράστιο σώμα του κάλυπτε όλο το σύμπαν, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα απόλυτο κενό. Μέσα στο απέραντο Χάος επικρατούσε μαύρο σκοτάδι και νεκρική σιγή. Ούτε γη και άνθρωποι ούτε ουρανός και θάλασσα υπήρχαν. Παντού υπήρχε μόνο Χάος!
Οι κοσμικοί αιώνες κυλούσαν αθόρυβα. Το Χάος παρέμενε ασάλευτο να διαφεντεύει στον ανύπαρκτο κόσμο. Ξαφνικά, μια ελαφριά του κίνηση ήταν αρκετή για ν’ αναστατωθεί το σύμπαν! Δεν ήταν κίνηση ξεμουδιάσματος αλλά κίνηση απόγνωσης. Το Χάος είχε αρχίσει να ενοχλείται απ’ τη μονότονη σιωπή! Ήθελε παρέα, να νιώσει κάποιον δίπλα του, να σταματήσει πια να είναι παντέρημο και μόνο. Για να δώσει λύση στο πρόβλημά του, το Χάος έβαλε για πρώτη φορά τη σκέψη του σε τάξη!
– Εγώ, ο απόλυτος άρχοντας του σκοτεινού σύμπαντος θα δημιουργήσω τον κόσμο! σκέφτηκε και αμέσως έδωσε βουβή διαταγή.
Μεμιάς ξεπήδησαν από μέσα του δυο αλλόκοτα πλάσματα, ο τρισκόταδος Έρεβος και η κατασκότεινη Νύχτα. Ήταν πελώρια και τα δυο τους, όχι βέβαια τόοοσο πελώρια όπως ο πατέρας τους το Χάος, κι αυτό φαινόταν γιατί κάποιος μπορούσε να διακρίνει πού ήταν η αρχή και πού το τέλος τους.
Ο Έρεβος είχε τεράστιες κατάμαυρες φτερούγες, ενώ η Νύχτα ήταν καλυμμένη από την κορφή ως τα νύχια με ένα αδιαπέραστο μαύρο πέπλο. Με το που εμφανίστηκαν στο σύμπαν, τα δυο πρωτότοκα παιδιά του Χάους στάθηκαν αντικριστά μεταξύ τους χωρίς να βγάζουν μιλιά. Το Χάος τα κοίταζε και τα καμάρωνε, όπως κάθε γονιός καμαρώνει τα παιδιά του. Μάλιστα κάποιες φορές αυτοκαυχιόταν για το πόσο πολύ του έμοιαζαν έτσι καταχθόνια που έδειχναν.
Ο Έρεβος και η Νύχτα παρέμειναν έτσι ακίνητοι, αμίλητοι και αγέλαστοι για πολλούς ακόμη αιώνες. Τι κι αν είχαν δημιουργηθεί για να φέρουν ζωή στο Χάος; Το ζοφερό σκοτάδι και η επίμονη σιωπή συνέχιζαν να κυριαρχούν στο άναστρο σύμπαν. Ώσπου κάποια κοσμική στιγμή μέσα στο πυκνό σκοτάδι εμφανίστηκε από το Χάος μια μικρή λάμψη! Ο Έρεβος και η Νύχτα συγκλονίστηκαν. Το αστραφτερό φως θάμπωσε τα αφέγγιστα μάτια τους. Ανοιγόκλεισαν με δυσκολία τα βλέφαρά τους και άμα συνήθισαν στο πρωτόγνωρο λαμπύρισμα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μίλησαν! Εκείνες οι λέξεις ήταν ο πρώτος ήχος της σιωπής! Τι ακριβώς είπαν ο Έρεβος και η Νύχτα δεν έμαθε ποτέ κανείς. Ένα είναι βέβαιο, ότι στη συνέχεια κουβέντιασαν αρκετά οι δυο τους. Κουβέντα στην κουβέντα, ο Έρεβος και η Νύχτα ανακάλυψαν ότι ταίριαζαν πολύ. Συζήτησαν, συμφώνησαν κι αποφάσισαν να γίνουν οι πρώτοι καταχθόνιοι γονείς του σύμπαντος.
Το πρώτο που έκαναν ήταν να δημιουργήσουν μια κατοικία για τη μελλοντική τους οικογένεια. Στο χαμηλότερο μέρος του σύμπαντος, εκεί που το φως δεν φτάνει ποτέ, έχτισαν ένα φοβερό παλάτι περιτριγυρισμένο από πανύψηλα μουχλιασμένα τείχη. Στα ψηλότερα πατώματα έμενε η Νύχτα. Ο Έρεβος, όταν δεν περιπλανιόταν έξω στο Χάος, διάβαινε το κατώφλι του παλατιού και μέσα από υγρούς διαδρόμους κατέβαινε στα χαμηλότερα δώματα, εκεί που το σκοτάδι γινόταν πιο πυκνό. Περίμενε εκεί μέχρι να ‘ρθει η ώρα να ξαναβγεί. Άλλοτε πάλι συναντιόταν με τη Νύχτα στο δείπνο και κατάστρωναν οι δυο τους τα μελλοντικά τους σχέδια.
Πολύ γρήγορα η Νύχτα και ο Έρεβος απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Αιθέρα. Αντίθετα από εκείνους, ο Αιθέρας είχε γεννηθεί λαμπερός, χαμογελαστός και όμορφος, με κρυστάλλινο δέρμα και ξανθά μαλλιά! Τι συμφορά τους είχε βρει; Άφωνοι ο Έρεβος και η Νύχτα μόλις πρωτοείδαν το γιο τους, κλείστηκαν στα διαμερίσματά τους και δε βγήκαν από κει παρά μόνο όταν καταλάγιασε ο θυμός τους.
Μαύρες νύχτες περνούσε ο Αιθέρας στο σκοτεινό βασίλειο. Προσπαθούσε να κινείται όσο πιο διακριτικά γινόταν για να μην αναστατώνει με την παρουσία του τους γονείς του. Η δυνατή του λάμψη όμως τον πρόδιδε συνεχώς. Ώσπου μια νύχτα, έφυγε από το παλάτι και πήγε να ζήσει στο ψηλότερο μέρος του σύμπαντος. Αεικίνητος και ζωηρός όπως ήταν, ο πανύψηλος Αιθέρας πέταγε με τις τεράστιες διάφανες φτερούγες του και σκόρπιζε τη λάμψη του στο θεοσκότεινο Χάος. Η ανάσα του, βαθιά και ήρεμη, δημιουργούσε έναν καθαρό, θεϊκό αέρα που έδινε πνοή ζωής στο σύμπαν.
Βλέποντας το παλάτι άδειο και το βασίλειο να μαραζώνει, ο Έρεβος και η Νύχτα σκέφτηκαν πως έπρεπε να φέρουν στον κόσμο έναν απόγονο που να τους μοιάζει. Δεν άργησε λοιπόν να φτάσει στο τριπλοσκόταδο του παλατιού το δεύτερο παιδί τους, κορίτσι αυτή τη φορά.
– Μαύρη συμφορά! Με τι μάτια θ’ αντικρίσω το Χάος, φώναξε η Νύχτα μόλις αντίκρισε την κόρη της.
Κι αμέσως εξαφανίστηκε στο πιο καταχνιασμένο δωμάτιο του παλατιού αφού πρώτα ευχήθηκε να μη βρεθεί ποτέ στον ίδιο τόπο με την κόρη της. Η κόρη τής Νύχτας ήταν η Ημέρα, κατάξανθη κι αστραφτερή όπως ο αδερφός της!
Ο Αιθέρας, μόλις έμαθε τα νέα για τον ερχομό της αδερφής του, πέταξε με απίστευτη ταχύτητα μέχρι το μακρινό βασίλειο για να την γνωρίσει. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τη βρει μέσα στο χαώδες παλάτι. Ακολούθησε τις αχτίδες του φωτός που έβγαιναν από το κοίλωμα στη στέγη και την βρήκε να στέκεται στο κέντρο του τελευταίου δώματος τυλιγμένη στα πέπλα μιας χρυσής λάμψης.
– Καλωσόρισες. Είσαι πολύ όμορφη, της είπε ο Αιθέρας και η Ημέρα χάρηκε πάρα πολύ.
Τον παρατήρησε καθώς κουνούσε αρμονικά τις φτερούγες του και δε μπορούσε να πιστέψει πως είχε έναν αδερφό που της έμοιαζε στη λάμψη.
– Θέλεις να πάμε να παίξουμε; την ρώτησε και εκείνη χωρίς να διστάσει, τον ακολούθησε χαμογελαστή.
Απ’ όπου κι αν περνούσαν τα δυο λαμπερά αδέρφια, ένα εκτυφλωτικό φως απλωνόταν παντού. Ολόκληρο το Χάος ξυπνούσε από το χαρούμενο βουητό τους και τα δυνατά γέλια τους. Πετούσαν χαρούμενα στις γειτονιές του σύμπαντος και συχνά πάνω στη ζωηράδα και τον ενθουσιασμό τους έκαναν σκανταλιές. Το Χάος διασκέδαζε πολύ με τα καμώματά τους. Άλλωστε το γέλιο και η χαρά των δυο παιδιών ήταν το μοναδικό δώρο στη ζοφερή τρισαιώνια ζωή του.
Όταν κουράζονταν από το παιχνίδι και το τρεχαλητό, τα δυο αδέρφια αποχωρίζονταν το ένα το άλλο και όλο το Χάος ησύχαζε. Ο Αιθέρας ανέβαινε ψηλά, στο ανώτερο μέρος της σφαίρας του σύμπαντος. Άπλωνε χαλαρά τις τεράστιες φτερούγες του και ξάπλωνε ανάσκελα στον αέρα με μάτια ανοιχτά να χαζεύει τα παιχνιδίσματα του φωτός. Αντίθετα, η Ημέρα κατέβαινε στο σκοτεινό παλάτι. Κάθε φορά που περνούσε το κατώφλι για να μπει μέσα, η μητέρα της Νύχτα περνούσε το ίδιο κατώφλι για να βγει έξω από το παλάτι. Αλληλοχαιρετιόντουσαν και οι δρόμοι τους χώριζαν.
Ήταν αδύνατο να συμβιώσουν η Ήμερα και η Νύχτα κάτω από την ίδια στέγη. Άσπρο η μια, μαύρο η άλλη. Άσπρο-μαύρο δε γινόταν! Όταν λοιπόν η Ημέρα έμενε κλεισμένη μέσα, η Νύχτα τριγυρνούσε στο σύμπαν και το ανάποδο. Έτσι συμφώνησαν κι έτσι έκαναν. Για να μη τσακώνονται, μοίρασαν στη μέση και το χρόνο που θα βρίσκονταν έξω από το παλάτι. Όσο χρόνο έμενε η μια έξω, τόσο χρόνο θα έμενε κι η άλλη. Μητέρα και κόρη, ποτέ μα ποτέ, δε βρέθηκαν μαζί ούτε στο σπιτικό εσείς ούτε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σύμπαντος.
Εσύ έχεις δει ποτέ ημέρα και νύχτα μαζί;